κορέος
Смотреть что такое "κορέος" в других словарях:
κορέος — κορέος, ο και κοριός, ο παράσιτο έντομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορέος — ο βλ. κοριός … Dictionary of Greek
κόρεος — κόρις bug masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές … Dictionary of Greek
κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… … Dictionary of Greek
κορεοκτόνος — ο αυτός που σκοτώνει τους κοριούς («κορεοκτόνο φάρμακο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορέος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, εντομο κτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… … Dictionary of Greek
κοριός — ο βλ. κορέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)